ῥακόδυτος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
ον,
A ragged, στολά E.Rh.712 (lyr.); written ῥακκό- in Hsch. s.v. κακοείμονας.
German (Pape)
[Seite 833] mit Lumpen bekleidet, übh. lumpig, στολή, Eur. Rhes. 712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de haillons, déguenillé.
Étymologie: ῥάκος, δύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»].
Greek Monotonic
ῥᾰκόδῠτος: -ον (δύω), ρακένδυτος, κουρελής, σε Ευρ.