βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμοεργαλείο για την αποκοπή ριζών