ριζοτόμος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο
εργαλείο για την αποκοπή ριζών