ῥυμβών

From LSJ
Revision as of 17:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυμβών Medium diacritics: ῥυμβών Low diacritics: ρυμβών Capitals: ΡΥΜΒΩΝ
Transliteration A: rhymbṓn Transliteration B: rhymbōn Transliteration C: rymvon Beta Code: r(umbw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A coil of a serpent, A.R.4.144 (pl.).

German (Pape)

[Seite 851] όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυμβών: -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
(για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα -ών, -όνος (πρβλ. ἀγκ-ών)].