σακχαρόπηκτος
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης
2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτο
α) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης
β) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύπηκτος). Η λ., στον πληθ. σακχαρόπηκτα, μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].