σακτός

From LSJ
Revision as of 11:56, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακτός Medium diacritics: σακτός Low diacritics: σακτός Capitals: ΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: saktós Transliteration B: saktos Transliteration C: saktos Beta Code: sakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crammed, stuffed, Antiph.132.3, POxy.1760.9 (ii A.D.).    II strained (cf. σακεύω), Eup.439.

German (Pape)

[Seite 858] vollgestopft, vollgepfropft, angefüllt; τευθὶς σακτή, farcirt, Antiphan. bei Ath. VII, 295 e; auch οἶνος, = σακκίας, Poll. 6, 18 aus Eupol.

Greek (Liddell-Scott)

σακτός: -ή, -όν, (σάττω) γεμιστός, παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. σακεύω). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σακτός· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος εἶδος· καὶ θύλακος»

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. παραγεμισμένος
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος»
β) «χιτῶνος εἶδος»
γ) «θύλακος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω)].
(II)
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει στραγγιστεί, στραγγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος. Ο τ. έχει σχηματιστεί με την κατάλ. τών ρηματικών επιθ., πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση του σακτός (Ι) του ρ. σάττω (για ανάλογη παρετυμολογική σύνδεση τών λ. σάκκος και σάττω βλ. και λ. σάκτας)].