σαρδανάφαλλος
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
γελωτοποιός, Hsch.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. σαρδανάφυλλος, Α
(κατά τον Ησύχ.) γελωτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το επιθ. σαρδάνιος (βλ. λ. σαρδόνιος)].