σαρκοβρώς

From LSJ
Revision as of 20:21, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοβρώς Medium diacritics: σαρκοβρώς Low diacritics: σαρκοβρώς Capitals: ΣΑΡΚΟΒΡΩΣ
Transliteration A: sarkobrṓs Transliteration B: sarkobrōs Transliteration C: sarkovros Beta Code: sarkobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, = σαρκοβόρος (eating flesh, carnivorous), Moschio Trag. 6.14.

German (Pape)

[Seite 863] ῶτος, = Vorigem, Moschio bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, = σαρκοβόρος, Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 242.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοβόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο-βρώς, παιδο-βρώς].