Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
Full diacritics: σάρκειος | Medium diacritics: σάρκειος | Low diacritics: σάρκειος | Capitals: ΣΑΡΚΕΙΟΣ |
Transliteration A: sárkeios | Transliteration B: sarkeios | Transliteration C: sarkeios | Beta Code: sa/rkeios |
α, ον,
A fleshy, Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.542.23.
-εία, -ον, Α σάρξ, σαρκός]
αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος.