σαρκοτικτώ

From LSJ
Revision as of 09:48, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

-έω, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) είμαι ζωοτόκος, γεννώ ένσαρκο ον και όχι αβγό («ἀπὸ τῶν πτηνῶν ἡ νυκτερὶς μόνη σαρκοτικτεῖ», Λεξ. Σούδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τικτῶ (< -τικτος < τίκτω «γεννώ»)].