ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(I)-άω, Α σάρξ, σαρκός](κατά τον Ησύχ.)1. σαρκάζω2. (η μτχ. ενεργενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς». (II)-όω, ΜΑβλ. σαρκώνω.