σάρδινος

Revision as of 21:25, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (Strong)

from the same as σάρδιος; sardine (λίθος being implied), i.e. a gem, so called: sardine.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Chinese

原文音譯:s£rdinoj 沙而笛挪士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:紅玉石

字義溯源:紅寶石;源自(σάρδιον)=紅寶石)

出現次數:總共(1);啓(1)

譯字彙編

1) 紅寶石(1) 啓4:3