σάρδινος
English (Strong)
from the same as σάρδιος; sardine (λίθος being implied), i.e. a gem, so called: sardine.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Chinese
原文音譯:s£rdinoj 沙而笛挪士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:紅玉石
字義溯源:紅寶石;源自(σάρδιον)=紅寶石)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 紅寶石(1) 啓4:3