σίρις

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α
η ξυρίς, είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος].
ἡ, Α
βλ. σίρις.