Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Αη ξυρίς, είδος υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος]. ἡ, Αβλ. σίρις.