σκληρόψυχος

From LSJ
Revision as of 15:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόψῡχος Medium diacritics: σκληρόψυχος Low diacritics: σκληρόψυχος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: sklērópsychos Transliteration B: sklēropsychos Transliteration C: skliropsychos Beta Code: sklhro/yuxos

English (LSJ)

ον,

   A hard-hearted, Sch.rec.A.Pr.242.

German (Pape)

[Seite 901] harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, σκληροκάρδιος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόψυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή ψυχή σκληρόκαρδος, ανηλεής
νεοελλ.
χαρακτηρισμός καταστάσεων δηλωτικών της σκληρότητας της ψυχής («σκληρόψυχο φέρσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].