σκοτασμός

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτασμός Medium diacritics: σκοτασμός Low diacritics: σκοτασμός Capitals: ΣΚΟΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skotasmós Transliteration B: skotasmos Transliteration C: skotasmos Beta Code: skotasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a being or becoming dark, Aq. Is.59.9, Sm.Ca.1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, das Finstermachen, Finsterwerden, die Verdunkelung, ὀφθαλμῶν, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτασμός: ὁ, τὸ νὰ εἶναι ἢ νὰ γίνηταί τις σκοτεινός, «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σκοτάζω
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό
2. μείωση, ελάττωση της όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.)
νεοελλ.-μσν.
1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ, ὅταν ψωμὶν οὐκ ἔχω», Πρόδρ.)
2. μτφ. διανοητικό ή ψυχικό σκοτάδι, έλλειψη πνευματικού φωτός (α. «και τη γαλήνη του νου έπνιξέ την ο σκοτασμός», Ζερβ.
β. «τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν», Μηναί.).