σκυλομούρης
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με του σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος
2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούρης (< μούρη), πρβλ. αλογομούρης].