σπατάλη

Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A wantonness, luxury, LXX Si.27.13, AP11.17 (Nicarch.); χρυσομανὴς σ. ib.5.301.2 (Agath.); of a dainty feast, Luc.Epigr.50, AP7.206 (Damoch.); of ornaments, ταρσῶν χρυσοφόρος σ., i.e. anklets, ib.5.26 (Rufin.), cf. 270 (Maced.).    II bracelet, SIG1184.1 (Cnidus, iii B.C.), cf. AP6.74 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; χρυσομανής, Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. σπατάλιον; χρυσοφόρος ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλη: ἡ, ἀκολασία, ἀσωτία, δαπάνη ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. αὐτόθι 5. 302· χρυσόδετος σπ., δηλ. ψέλλιον, αὐτόθι 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ σπαταλάω, σπατάλημα, σπατάλιον, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délice ; mollesse, luxe ; mets délicat;
2 ornement (bracelet, anneau, etc.).
Étymologie: σπάω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη του δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη δυνάμεων»)
2. (νομ.) άμετρη και αλόγιστη καταδαπάνηση οικονομικών πόρων, εξαιτίας της οποίας διακινδυνεύεται η διατροφή προσώπων νομικά εξαρτημένων από τον σπάταλο ή πιθανολογείται διασπάθιση μέλλουσας κληρονομιάς
αρχ.
1. άσωτη, ακόλαστη ζωή
2. (ειδικά) α) υπερπολυτελές γεύμα («ἢ χορτασθείην της παρά σοι σπατάλης», Ανθ. Παλ.)
β) υπερπολυτελές κόσμημα («ταρσών χρυσοφόρος σπατάλη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -άλη (πρβλ. κραιπ-άλη). Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το ρ. σπάω με τη σημ. «ρουφώ, απομυζώ» (για το σπάνιο θ. σπατ- του σπάω πρβλ. σπατίζω «μυζώ, βυζαίνω»)].

Greek Monotonic

σπᾰτάλη: ἡ, ασωτία, λαγνεία, ακολασία, τρυφή, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).