στυλοποιός

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ποιός].

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ποιός].