στυλοποιός
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ποιός].
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ποιός].