στύλωψ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.

Greek Monolingual

ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.