Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
το, Ν1. σούρουπο2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπακατά το σούρουπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].