συναρτώ

From LSJ
Revision as of 19:55, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ
συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ
2. παθ. συναρτώμαι
α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι
β) εξαρτώμαι από κάτι
αρχ.
1. έχω το ίδιο φρόνημα, συμφωνώ
2. παθ. α) συνδέομαι πολύ στενά με κάτι, έχω συναρμογή («ἡ ἄνω γνάθος... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)
β) εμπλέκομαι με κάποιον ή κάτιτόδε συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)
γ) γραμμ. συντάσσομαι με κάτι
3. φρ. α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο εναντίον κάποιου (Πλούτ.)
β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — υφίσταμαι διώξεις και εξορίες (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].