τινακτοπήληξ

From LSJ
Revision as of 20:47, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐνακτοπήληξ Medium diacritics: τινακτοπήληξ Low diacritics: τινακτοπήληξ Capitals: ΤΙΝΑΚΤΟΠΗΛΗΞ
Transliteration A: tinaktopḗlēx Transliteration B: tinaktopēlēx Transliteration C: tinaktopiliks Beta Code: tinaktoph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ,

   A shaking the helmet or crest, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1117] ηκος, den Helm oder den Helmbusch schüttelnd, Hesych. erkl. σεισόλοφος.

Greek (Liddell-Scott)

τῐνακτοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ηκος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο της περικεφαλαίας του, σεισόλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, -ηκος «περικεφαλαία»].