τσουκαλάς
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
ο, Ν
1. κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης
2. πωλητής πήλινων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -άς (πρβλ. σαμαράς)].