τσιτσίδι
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Ν
επίρρ.
1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός
2. ως επίθ. τσίτσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. μουσκίδι)].