φιλογύνεια
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, = φιλογυνία, Cic. Tusc. 4, 11, 25.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δ. τ.) βλ. φιλογυνία.
Russian (Dvoretsky)
φιλογύνεια: ἡ Cic. = φιλογυνία.