ὑγρόσαρκος

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγρόσαρκος Medium diacritics: ὑγρόσαρκος Low diacritics: υγρόσαρκος Capitals: ΥΓΡΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: hygrósarkos Transliteration B: hygrosarkos Transliteration C: ygrosarkos Beta Code: u(gro/sarkos

English (LSJ)

ον,

   A of flabby flesh, Arist.HA 603b16, 538b9 (Comp.), Hp.Ep.21.

German (Pape)

[Seite 1171] von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύ-σαρκος].

Russian (Dvoretsky)

ὑγρόσαρκος: с дряблым телом (ὗες Arst.).