Φαίδρος

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. γιος του Καλλία από τον δήμο του Σφηττού
2. γιος του Θυμοχάρους, εγγονός του προηγουμένου
3. τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].