τοπιάτικο

From LSJ
Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

το, Ν
1. μίσθωμα για βοσκοτόπι
2. τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ιάτικο, ουδ. της κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικο)].