συνταξιδιώτης
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
συνταξιδιώτης, ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν
σύντροφος σε ταξίδι με το ίδιο μέσο μεταφοράς.