σχεδάριον

From LSJ
Revision as of 07:34, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδάριον Medium diacritics: σχεδάριον Low diacritics: σχεδάριον Capitals: ΣΧΕΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: schedárion Transliteration B: schedarion Transliteration C: schedarion Beta Code: sxeda/rion

English (LSJ)

τό,

   A sketch, Leont.in Arat.4; rough draft, Eust.961.21; = Lat. recitatum, Lyd.Mag.3.11.

German (Pape)

[Seite 1053] τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχέδη, Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μικρό σχέδιο
μσν.
πρόχειρο σχέδιο
αρχ.
συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. -άριον (βλ. λ. σχέδιο)].

Frisk Etymological English

σχέδιον See also: s. zu σχίζω.