σωζόπολις
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, A gloss on ὀρθόπολις, Sch.Pi.O.2.14.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Schol. Pind. Ol. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
σωζόπολις: -εως, ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 14.
Greek Monolingual
-οπόλεως, ὁ, ἡ, Α
αυτός που σώζει τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + -πολις (< πόλις), πρβλ. σωσί-πολις].