τραχήλιος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.
(II)
ὁ, Α τράχηλος
τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).