φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
ὁ, Μτυμπανιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυράρης)].