ὑπέκκαυμα

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέκκαυμα Medium diacritics: ὑπέκκαυμα Low diacritics: υπέκκαυμα Capitals: ΥΠΕΚΚΑΥΜΑ
Transliteration A: hypékkauma Transliteration B: hypekkauma Transliteration C: ypekkavma Beta Code: u(pe/kkauma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A combustible matter, fuel, X.Cyr.7.5.22, Arist.Resp.473a5, Mete.341b19, al.: metaph. of food, as supplying animal heat, Hp.Aph.1.14, Plu.2.694f, Aët.9.19.    b the supposed Sphere of Fire surrounding the atmosphere, Simp. in Cael.20.26, al. (quoting Arist.Mete. l.c.).    2 metaph., provocative, incentive, ἔρωτος X.Smp.4.25; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική Men.237, cf. Phld.Mus.p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου Arist. Pr.859b19; πόθου καὶ χάριτος Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 1185] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; ἄσφαλτος Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Uebertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; λείψανον καὶ ὑπέκκαυμα πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέκκαυμα: τό, ὕλη καύσιμος, ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος μουσικὴ Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui sert à allumer, matière combustible;
II. p. anal.
1 ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;
2 fig. ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, etc.).
Étymologie: ὑπεκκαίω.

Greek Monolingual

-αύματος, τὸ, Α ὑπεκκαίω
1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα
2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα
3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα
β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα («πολλοῑς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος μουσική», Μέν.).

Greek Monotonic

ὑπέκκαυμα: -ατος, τό (ἐκκαίω), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., έναυσμα, ερέθισμα, ελατήριο, κίνητρο, Λατ. fomes, ἔρωτος, στον ίδ.