ὑπερφυής

From LSJ
Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφυής Medium diacritics: ὑπερφυής Low diacritics: υπερφυής Capitals: ΥΠΕΡΦΥΗΣ
Transliteration A: hyperphyḗs Transliteration B: hyperphyēs Transliteration C: yperfyis Beta Code: u(perfuh/s

English (LSJ)

ές, Att. acc. sg.

   A ὑπερφυᾶ Ar.Eq.141, Nu.76: Att. neut. pl. ὑπερφυῆ Pl.Grg.467b, -φυᾶ Ar.Ra.611: (φύομαι):    I literally, growing above the ground, Dsc.4.73, Luc.Lex.6; growing higher than the rest, οἱ ὑ. τῶν ἀσταχύων D.L.1.100.    2 overgrown, enormous, σμίνθος A.Fr.227 (troch.); λίθοι ὑ. τὸ μέγαθος Hdt. 2.175, cf. Ar.Pax229, Pl.734; ὑ. τῷ μεγέθει ψόφος Arist.Cael.291a21.    II without a distinct sense of bulk, monstrous, extraordinary, in good and bad sense, ἔργον ὑ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Hdt.9.78; ἔργον ὑ. ἐργάσατο Id.8.116; ἀτραπὸς δαιμονίως ὑ. Ar.Nu.76; ὑ. τέχνη Id.Eq.141; πῶς οὐχ ὑπερφυές; is it not most strange? D.29.14; κἀκεῖν' ὑ., εἰ . . Isoc.17.30; τὸ δὲ πάντων -έστατον, ὅτι . . Lys.27.12, cf. Ar. Th.831 (troch.): freq. joined with a relat., ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Id.Pl.750; ὑπερφυεῖ τινι . . ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Pl.Grg.477d: freq. also joined with other Adjs., in which case, as a rule, it stands second, σχέτλια λέγεις καὶ ὑ. ib.467b; δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑ. D.21.88, etc.; but it stands first in Plu.2.12b, 155a, al.    2 Sup. -έστατος, as an honorific title, Stud.Pal.20.129.3 (v A. D.), etc.: also in Posit., ἡ ὑ. ὑμῶν ἐξουσία PMasp.2i 1 (vi A. D.), etc.    III Adv. -ῶς marvellously, strangely, exceedingly, φιλαθήναιος ἦν ὑ. Ar.Ach. 142; ὑ. σπουδάζειν Pl.Grg.481b; in affirm. answers, ὑ. μὲν οὖν Id.R. 525b: Comp. -εστέρως Philostr.Gym.36.    2 ὑ. ὡς... before a Verb, ὑ. ὡς χαίρω Pl.Smp.173c, cf. Tht.155c; before an Adj., ὑ. ὡς ἀληθῆ λέγεις Id.Phd.66a.

German (Pape)

[Seite 1204] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ μέγεθος Ar. Pax 229; ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφυής: ές· Ἀττ. ἑνικ. αἰτ. ὑπερφυᾶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 141, Νεφ. 76· Ἀττ. οὐδ. πληθ. ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β, -υᾶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 611· (φύομαι)· Ι. κυριολεκτικῶς ὁ ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους φυόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 6· φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, οἱ ὑπ. τῶν ἀσταχύων Διογ. Λαέρτ. 1. 100. ΙΙ. ὡσαύτως κυριολεκτικῶς, ηὐξημένος εἰς ὑπερβολήν, ὑπέρογκος, σμίνθος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226· λίθοι ὑπ. τὸ μέγαθος Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 229, Πλ. 734· ὑπ. τῷ μεγέθει Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 9· - ἀκολούθως, 2) ἄνευ ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας μεγέθους, μέγας, ἔκτακτος, ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, ἔργον ὑπ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Ἡρόδ. 9. 78· ἔργον ὑπ. ἐργάσατο ὁ αὐτ. 8. 116, πρβλ. 9. 78· ἀτραπὸς δαιμονίως ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 76· ὑπ. τέχνη Ἀριστοφ. Ἱππ. 141· πῶς οὐχ ὑπερφυές; δὲν εἶναι παράδοξον; Δημ. 848. 23 καὶ τοῦθ’ ὑπ., εἰ..., Ἰσοκρ. 364D· τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι... Λυσ. 178. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 831· - συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἀναφορικοῦ, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Ἀριστοφ. Πλ. 750· ὑπ. ὡς..., ὡς τὸ Λατ. mirum quam..., ὑπερφυεῖ τινι... ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Πλάτ. Γοργ. 477D· - συχνάκις δὲ συνάπτεται καὶ μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τίθεται μετὰ τὸ ἐπίθετον, οἷον σχέτλια λέγειν καὶ ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 467Α· δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπ. Δημ. 543. 2, κλπ.· ἀλλὰ τίθεται πρὸ αὐτοῦ παρὰ Πλουτ. 2. 12Β, 155Α, κ. ἀλλ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 541. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ῶς, θαυμαστῶς, θαυμασίως, παραδόξως, ὑπερβαλλόντως, φιλαθήναιος ἦν ὑπ’ Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 142· ὑπ. σπουδάζειν Πλάτ. Γοργ. 481Β· ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσιν, ὑπερφυῶς μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 525Β. 2) ὑπερφυῶς ὡς..., πρὸ ῥήματος, ὑπ. ὡς χαίρω ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173C, πρβλ. Θεαίτ. 155C· πρὸ ἐπιθέτου, ὑπ. ὡς ἀληθῆ λέγεις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Α, πρβλ. θαυμάσιος, θαυμαστός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pousse sur terre;
2 qui croît démesurément, qui passe les bornes ; extraordinaire, prodigieux, merveilleux ; ὑπερφυὴς ὅσος AR prodigieux;
Sp. ὑπερφυέστατος.
Étymologie: ὑπερφύομαι.

Greek Monolingual

-ές / ὑπερφυής, -ές, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.
γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)
2. μέγας, τεράστιος
μσν.-αρχ.
1. (ως τιμητ. τίτλος) εξοχότατος, λαμπρότατος («ὑπερφυοῡς γερουσίας», Ευάγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερφυές
η ιδιότητα του υπερφυούς, το να βρίσκεται κάτι πάνω από τον φυσικό κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῡ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῡς ἀξιώματος», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τα συνηθισμένα μέτρα, ο υπέρογκος (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ μέγαθος ἐκόμισε», Ηρόδ
β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο», Αριστοφ.)
2. πανύψηλος («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)
3. ασυνήθιστος, παράξενος ή θαυμαστός (α. «ἔργον εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθος τε καὶ κάλλος», Ηρόδ.
β. «ὑπερφυεῑ τινι ἄρα ὡς μεγάλη βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», Πλάτ.)
4. (για φυτά και τμήματα φυτών) υπέργειος («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», Λουκιαν.)
5. αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῑς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
υπερφυώς / ὑπερφυῶς ΝΜΑ
με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, κατά τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό
αρχ.
1. (σε καταφατική απάντηση) μάλιστα, βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», Πλάτ.)
3. υπερβολικά, πάρα πολύ («φιλαθήναιος ἦν ὑπερφυῶς», Ηρωδιαν.)
4. (μαζί με το ως και ρήμα ή επίθ.) πράγματι, αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. προσ-φυής].

Greek Monotonic

ὑπερφυής: -ές (φύομαι), Αττ. αιτ. ενικ. -φυᾶ, ουδ. πληθ. -φυῆ ή -φυᾶ·
1. υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, υπερμεγέθης, πελώριος, τεράστιος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. τερατώδης, εκπληκτικός, θαυμαστός, έξοχος, καταπληκτικός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς ὅσος, καταπληκτικό πόσο θαυμάσιος, έξοχος, δηλ. καταπληκτικά θαυμάσιος, έξοχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. επίρρ. -ῶς, πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ, θαυμάσια, υπέροχα, παραδόξως, περιέργως, υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, σε Πλάτ.