υψικάμινος

From LSJ
Revision as of 16:55, 19 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μεταλργ.)
1. κάμινος ειδικής κατασκευής, κατάλληλη για τη διάσπαση και την αναγωγή τών ορυκτών του σιδήρου, με σκοπό την παραγωγή χυτοσιδήρου
2. συνεκδ. εργοστάσιο στο οποίο λειτουργούν κάμινοι αυτού του τύπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύψι «ψηλά» + κάμινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χριστομάνο].

Translations

ar: فرن لافح; be: доменная печ; bg: доменна пещ; bs: visoka peć; ca: alt forn; cs: vysoká pec; cy: ffwrnais chwyth; da: højovn; de: Hochofen; el: υψικάμινος; en: blast furnace; eo: altforno; es: alto horno; eu: labe garai; fa: کوره بلند; fi: masuuni; fr: haut fourneau; ga: foirnéis soinneáin; gl: alto forno; he: תנור רם; hi: वात्या भट्ठी; hr: visoka peć; hu: nagyolvasztó; id: tanur tiup; it: altoforno; ja: 高炉; kk: домна; kn: ಊದುಕುಲುಮೆ; ko: 용광로; lb: héichuewen; ml: ബ്ലാസ്റ്റ് ഫർണസ്; nl: hoogoven; nn: masomn; no: masovn; pa: ਧਮਨ ਭੱਠੀ; pl: wielki piec; pt: alto-forno; ro: furnal; ru: доменная печь; sh: visoka peć; simple: blast furnace; sk: vysoká pec; sl: plavž; sr: висока пећ; sv: masugn; ta: ஊதுலை; tr: yüksek fırın; uk: доменна піч; uz: domna pechi; vi: lò cao; wa: hôt-fornea; zh_yue: 鼓風爐; zh: 高爐