χιονάτος
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
Greek Monolingual
-η, -ο / χιονάτος, -η, -ον, ΝΜ
1. λευκός σαν το χιόνι, χιονώδης (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ.
β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη
πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών βιβλίων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών («η Χιονάτη και οι επτά νάνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταράτος)].