ἀποδυτέον
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A one must strip, τινά Luc.Herm.38; one must put off, χιτῶνας Porph.Abst.1.31. II (from Pass.) ἀ. ταῖς γυναιξίν they must strip off their clothes, Pl.R.457a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῠτέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ ἐκδύσῃ νὰ ἀπογυμνώσῃ, καὶ τοὺς ἄλλους σοι ἀποδυτέον Λουκ. Ἑρμότ. 38. ΙΙ. ἐκ τοῦ Παθ., ἀπ. ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, πρέπει αἱ γυναῖκες τῶν φυλάκων ν’ ἀπεκδυθῶσι, Πλάτ. Πολ. 457Α.