ακαδημαϊκότητα

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

η ακαδημαϊκός
1. η ιδιότητα του ακαδημαϊκού, αυτού δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία
2. ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας ενός έργου, ο ακαδημαϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. academisme < academique < λατ. λ. academicus < λατ. academia < ελλ. Ἀκαδήμεια, Ἀκαδημία].