ἄκαινα
English (LSJ)
ης, ἡ, (ἀκή A, ἀκίς)
A spike, prick, goad, A.R.3.1323, AP6.41 (Agath.). II ten-foot rod used as a measure, ἄκαιναν ἀμφότερον κέντρον τε βοῶν καὶ μέτρον ἀρούρης Call.Fr.214, cf. Sch.A.R. l.c. 2 square measure of 100 ft., in Egypt, Hero *Deff.130, cf. Sch. A.R.l.c., POxy.669.41 (? iii A. D.); in Bithynia, BCH27.318:— also ἄκαινον, τό, Olymp. in Mete43.1.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, Ap. Rh. 3, 1323. – Ein Längenmaß von 10 Fuß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαινα: -ης, -ἡ, (ἀκή, ἀκίς,) = ἄκανθα, βούκεντρον, Λατ. Stimulus, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 1323, Ἀνθ. Π. 6. 41. ΙΙ. ῥάβδος δέκα ποδῶν τὸ μῆκος, ἐν χρήσει πρὸς καταμέτρησιν γαιῶν, Λατ. acnua, acna, Schneid. Ind. Script. R. R. πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 214.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 aiguillon pour les bœufs;
2 perche, mesure d’arpentage att. valant 10 pieds.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu, ἀκή.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Grafía: frec. graf. ἄκενα
• Prosodia: [ᾰ-]
I aguijada A.R.3.1323, Call.Fr.24.6, pero cf. II 1, AP 6.41 (Agath.).
II como medida
1 acena medida de longitud de 10 pies griegos, 3 m. aprox. δεκάπ[ο] υν δ' εἶχεν ἄκαιναν ὅγε, ἀμφότερον κέντρον τε βοῶν καὶ μέτρον ἀρούρης Call.Fr.24.6, μέτρον δεκάπουν, Θεσσαλῶν εὕρεμα Sch.A.R.3.1323b.
2 acena medida de superficie equiv. a 100 pies griegos cuadrados, ISmyrna 575.7, 8 (III a.C.), Hero Def.86.18, anón. metrol. en POxy.669.41, MAMA 4.216 (Frigia Apolonia II/III d.C.), IKPolis 130.6 (imper.).
• Etimología: Palabra utilizada sin duda primero como medida de longitud; cf. ἄκων.
Greek Monolingual
ἄκαινα, η (AM)
1. μυτερό όργανο, βουκέντρα
2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια
μσν.
μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία
αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και μονάδα μετρήσεως μήκους, από όπου μετά δήλωσε και μονάδα μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά είναι οι λ. αρχ. κάλαμος, λατ. pertica, γαλλ. perche, οι οποίες δηλώνουν επίσης μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ ρίζα
ακ- «αιχμηρός, οξύς, μυτερός, κοφτερός» επαυξημένη με -ν- ak-n-∂2 < ἀκαν-ια > ἄκαινα, με επένθεση. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἄκαινα: -ης, ἡ (ἀκίς), αγκάθι, βούκεντρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκαινα: ἡ стрекало Anth.