αἰθαλόεις

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθαλόεις Medium diacritics: αἰθαλόεις Low diacritics: αιθαλόεις Capitals: ΑΙΘΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: aithalóeis Transliteration B: aithaloeis Transliteration C: aithaloeis Beta Code: ai)qalo/eis

English (LSJ)

όεσσα, όεν, contr. αἰθᾰλοῦς, οῦσσα, οῦν: (αἴθαλος):—poet. Adj.

   A smoky, sooty, μέλαθρον Il.2.415, cf. Theoc.13.13; κόνις αἰ. black ashes that are burnt out, Il.18.23, Od.24.316.    II burning, blazing, κεραυνός Hes.Th.72, cf. E.Ph.183 (lyr.); φλόξ A. Pr.992.    2 burnt-coloured, i.e. dark-brown, Σάϊς Nic.Th.566; ῥώξ ib.716.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, συνῃρ. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν, (αἴθαλος). Ποιητ. ἐπίθ., = αἰθαλώδης, πλήρης αἰθάλης, «καπνιᾶς», μέλαθρον, Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Θεοκρ. 13. 13· κόνις αἰθ., μέλαινα ἐξ αἰθάλης σποδός, Ἰλ. Σ. 23. Ὀδ. Ω. 316. ΙΙ. φλογερός, καίων, κεραυνός, Ἡσ. Θ. 72· φλόξ, Αἰσχύλ. Πρ. 992. 2) ἔχων τὸ χρῶμα κεκαυμένου πράγματος, ὅ ἐ. κεραμόχρους ἢ ἐρυθρόφαιος, Νικ Θ. 566.

French (Bailly abrégé)

οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν;
1 noirci par le feu, enfumé, noirâtre;
2 qui brûle, qui consume.
Étymologie: αἴθω.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (αἴθω): smoky, sooty; μέλαθρον, μέγαρον, Il. 2.415, Od. 22.239; κόνις, ‘grimydust (opp. πολιός), Od. 24.316, Il. 18.23.

Spanish (DGE)

(αἰθᾰλόεις) -εσσα, -εν

• Alolema(s): contr. -οῦς, -οῦσσα, -οῦν
I 1ahumado, ennegrecido por el humo μέλαθρον Il.2.415, μέγαρον Od.22.239, πέτευρον Theoc.13.13, βωμοῖο θέμεθλα A.R.4.118, σποδός Certamen 9, καπνοῖο στροφάλιγγες A.R.4.139, κόνις αἰ. cenizas, Il.18.23, Od.24.316, καῦμα αἰθαλόεν calor del sol que broncea la piel (pero cf. II) Nonn.D.48.303.
2 negruzco, oscuro de la uva ῥώξ Nic.Th.716, Σάις αἰ. Sais la oscura e.d. rodeada de tierras negras Nic.Th.566, ἰχθύες Nonn.D.23.268.
II fulminador, abrasador κεραυνός Hes.Th.72, 854, Fr.30.18, φλόξ A.Pr.992, cf. E.Ph.183, πυρὸς μένος Tim.15.184, αἰχμή Nonn.D.36.88.

Greek Monotonic

αἰθᾰλόεις: -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἰθαλοῦς, -οῦσσα, -οῦν (αἴθαλος),
I. καπνώδης, γεμάτος από καπνούς, καπνισμένος, γεμάτος από καπνιά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· κόνις αἰθαλόεσσα, μαύρη από στάχτες, σε Όμηρ.
II. φλογερός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, стяж. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν
1) покрытый копотью, закопченный (μέλαθρον Hom.; πέτευρον Theocr.): κόνις αἰθαλόεσσα Hom. пепел, зола;
2) пылающий, горячий (κεραυνός Hes.; φλόξ Aesch.; κεραύνιον πῦρ Eur.).