οὐκέτι
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
or οὐκ ἔτι, Adv.
A no more, no longer, no further: and generally, not now, opp. οὔπω (not yet), freq. in Hom., Hes., Hdt., and Att.; οὐκέτι πάμπαν Il.13.701; οὐκέτι πάγχυ 19.343; with a word between, οὐ πάμπαν ἔτι 13.7; οὐ γὰρ ἔτι 2.13, 141, etc.—Sts. reversely, ἔτ' οὐκ S.Tr.161, cf. ἔτ' οὐδέν Id.Ph.1217 (lyr.); ἔτ' οὐδείς Ar.Pl.1177.
German (Pape)
[Seite 411] nicht mehr, nicht länger, ferner nicht, Hom. u. Folgde (vgl. μηκέτι); οὐκέτι πάμπαν, ganz u. gar nicht mehr, Il. 13, 701; οὐκέτ' ἐξ ἐλευθέρου δέρης ἀποιμώζουσι, Aesch. Ag. 328; φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, 1156; οὐκέτ' ἴσχω, Soph. Phil. 1083 u. öfter; ἐπεὶ ἐξῆλθεν, οὐκέτ' εἶδεν, El. 768; οὐκέτι ἔχω σοι λέγειν, Plat. Prot. 312 e; τ οῦτό σοι οὐκέτι οἷός τε ἔσομαι πείθεσθαι, Phaedr. 235 b; Xen. An. 2, 6, 3 u. öfter, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
οὐκέτι: ἢ οὐκ ἔτι, Ἐπίρρ., ὄχι πλέον, οὐχὶ περαιτέρω, οὐχὶ τοῦ λοιποῦ, καὶ καθόλου, οὐχὶ πλέον, ἀντίθετον τῷ οὔπω (ὄχι ἀκόμη), συχνὸν παρ’ Ὀμ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· οὐκέτι πάμπαν Ἰλ. Ν. 701· οὐκέτι πάγχυ Τ. 343· μετὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ πάμπαν ἔτι Ν. 7· οὐ γὰρ ἔτι Β. 13, 141, κτλ.· ὡσαύτως, οὐδ’ ἔτι, καὶ οὐχὶ πλέον, Ὅμ. Ἑνίοτε καὶ τἀνάπαλιν, ἔτ’ οὐκ Σοφ. Τρ. 161· ἔτ’ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1217· ἔτ’ οὐδεὶς Ἀριστοφ. Πλ. 1177. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κζ΄.
French (Bailly abrégé)
adv.
ne… plus : οὐκέτι πάμπαν IL, οὐκέτι πάγχυ IL plus du tout.
Étymologie: οὐκ, ἔτι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οὐκέτι
1 no longer v. οὐ 5. c. “οὐκέτι τλάσομαι” (P. 3.40) ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (P. 4.243) οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.20) ]οὐκέτ' αὐτα[ Δ. 4 b. 6.
English (Strong)
also (separately) ouk eti from οὐ and ἔτι; not yet, no longer: after that (not), (not) any more, henceforth (hereafter) not, no longer (more), not as yet (now), now no more (not), yet (not).
English (Thayer)
(also written separately by st (generally), Tr (nine times in John), Tdf. (in οὐκ, ἔτι), an adverb which denies simply, and thus differs from μηκέτι (which see), no longer, no more, no further: οὐκέτι ἦλθον, I came not again (R. V. I forebore to come), οὐδέ ... οὐκέτι, οὐκ ... οὐκέτι, οὐδείς ... οὐκέτι, οὐκέτι ... οὐδέν, οὐκέτι ... οὐδένα, οὐκέτι οὐ μή, WH omits; L Tr brackets οὐκέτι); Tr omits); οὐδέ ... οὐκέτι οὐδείς, L T WH Tr text οὐκέτι is used logically (cf. Winer's Grammar, § 65,10); as, οὐκέτι ἐγώ for it cannot now be said ὅτι ἐγώ etc., Homer, Hesiod, Herodotus, others))
Greek Monolingual
οὐκέτι και οὐκ ἔτι (Α)
επίρρ. όχι πια, όχι πλέον, σε αντιδιαστολή προς το οὔπω, που σημαίνει όχι ακόμη.
Greek Monotonic
οὐκέτι: ή οὐκἔτι, επίρρ., όχι πλέον, όχι πια, όχι περαιτέρω, αντίθ. προς το οὔπω (όχι ακόμη), σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
οὐκέτῐ: adv. тж. раздельно уже не, более не: οὐ. ἔχω σοι λέγειν Plat. мне больше нечего тебе сказать; ἐπεὶ ἐξῆλθεν, οὐκέτ᾽ εἶδέν με Soph. с тех пор как (Орест) ушел, он больше меня не видел.