εἰσπίτνω

Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

poet. form of εἰσπίπτω, E.Tr.751.

German (Pape)

[Seite 745] dasselbe, Eur. Tr. 746, besser εἰσπιτνών als aor.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος τοῦ εἰσπίπτω, (ἴδε πίτνω), πτέρυγας εἰσπίτνων ἐμὰς Εὐρ. Τρῳ. 751.

Greek Monolingual

εἰσπίτνω (Α)
εισπίπτω.

Greek Monotonic

εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος του εἰσ-πίπτω (βλ. πίτνω), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπίτνω: припадать, прильнуть (πτέρυγάς τινος Eur.).