συσπείρω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A sow or scatter together with, Gp.11.5.2, 12.7.2:—Pass., Luc.Dom.8, Porph.VP44; ἐν ἑαυτῷ συνεσπαρμένον Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 1043] mit, zugleich, zusammen säen, besäen, Clem. Al. u. a. Sp.; χρυσὸς τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένος, mit darunter gestreu't, Luc. dom. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συσπείρω: σπείρω ὁμοῦ, μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.
French (Bailly abrégé)
1 ensemencer ou semer ensemble ou en même temps;
2 Pass. être semé ou répandu avec.
Étymologie: σύν, σπείρω.
Greek Monolingual
ΜΑ
σπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
μσν.
παθ. συσπείρομαι- είμαι έμφυτος.
Greek Monotonic
συσπείρω: μέλ. -ερῶ, σπέρνω μαζί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συσπείρω: рассеивать: συνεσπαρμένος τινί Luc. рассеянный среди чего-л., примешанный к чему-л.