συσκεδάννυμι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.
Greek (Liddell-Scott)
συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.
French (Bailly abrégé)
dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.
Greek Monolingual
Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].
Greek Monotonic
συσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συσκεδάννῡμι: досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.).