ἀνερευνάω
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
A search out, examine, investigate, λόγους Pl.Phd.63a; ἔγγραφα POxy.146818 (iii A. D.):—in Med., Pl.Lg.816c, J.AJ19.1.15:—Pass., BJ2.8.6.
German (Pape)
[Seite 226] aufspüren, aufsuchen, λόγους Plat. Phaedr. 63 a; auch med., Legg. VII, 816 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερευνάω: ἀνερευνῶ, ἐξετάζω, ἀνιχνεύω, λόγους Πλάτ. Φαίδων 63 Α· ὡσαύτως ἐν μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Νόμ. 816C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀνηρεύνων;
découvrir à force de recherches.
Étymologie: ἀνά, ἐρευνάω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνεραυνάω POxy.1468.18 (III d.C.)
investigar, examinar τὰ ὄντα Democr.B 5.2, λόγους Pl.Phd.63a, cf. Lg.816c, Plu.2.522f, ἔγγραφα POxy.l.c., παθῶν ῥίζαι ... ἀνερευνῶνται I.BI 2.136
•indagar, buscar τοὺς σφαγέας τοῦ Καίσαρος I.AI 19.122
•abs. inspeccionar, espiar κατὰ πᾶν τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδον LXX 4Ma.3.13.
Greek Monotonic
ἀνερευνάω: μέλ. -ήσω, εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ, ανακρίνω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερευνάω: тж. med. исследовать, разбирать, испытывать (τι и τινα Plat., Plut.).