Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.
σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη
ας (ἡ) sycomore[v. συκόμορος]