ἐπικέλλω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
aor. 1 ἐπέκελσα, also
A ἐπέκειλα Act.Ap.27.41: fut. part. acc. ἐπῑκέλσοντα Numen. (v. infr.):—bring ships to shore, νῆας ἐπικέλσαι Od.9.148, cf. Act.Ap.l.c. 2. abs., run ashore, Od.9.138; χέρσῳ ἐ. ἐρετμοῖς A.R.3.575: c.acc., γῆν ἐ. Id.2.352; also of the ship itself, ἡ μὲν ἔπειτα ἠπείρῳ ἐπέκελσεν Od.13.114; of a fish, rush into the net, Numen. ap. Ath.7.321b (cj. for ἐπιτέλσωντα).
German (Pape)
[Seite 947] (s. κέλλω), hinantreiben, bes. vom Schiffe, aus Land rudern, appellere navem, πρὶν νῆας ἐπικέλσαι Od. 9, 148; auch vom Schiffe selbst, ἡ μὲν – ἠπείρῳ ἐπέκελσεν 13, 113; mit Auslassung des acc. scheinbar intransitiv, landen, 9, 138; ἐπικέλσετε νήσῳ Ap. Rh. 2, 382; χέρσῳ ἐρετμοῖς 3, 575; γῆν 2, 352.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπικέλσω, ao. ἐπέκελσα;
1 faire aborder : νῆας OD des navires;
2 intr. en appar. (s.e. νῆα) aborder ; ἠπείρῳ OD toucher la terre.
Étymologie: ἐπί, κέλλω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέκελσα: beach a ship, νῆα, Od. 9.138; intr., νηῦς, run in on the beach, Od. 13.114, Od. 9.148 (cf. 149).
Greek Monolingual
ἐπικέλλω (Α)
1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, το αράζω
2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»].
Greek Monotonic
ἐπικέλλω: μέλ. -κέλσω, αόρ. αʹ -έκελσα·
1. οδηγώ στην ξηρά, Λατ. appellere, σε Ομήρ. Οδ.
2. απόλ., εξοκέλλω, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικέλλω: (fut. ἐπικέλσω, aor. ἐπέκελσα)
1) подводить к берегу, причаливать (πρὶν νῆας ἐπικέλσαι Hom.): ἡ ναῦς ἠπείρῳ ἐπέκελσεν Hom. корабль врезался в берег;
2) приставать к берегу или высаживаться на берег Hom.