σημικίνθιον

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημῐκίνθιον Medium diacritics: σημικίνθιον Low diacritics: σημικίνθιον Capitals: ΣΗΜΙΚΙΝΘΙΟΝ
Transliteration A: sēmikínthion Transliteration B: sēmikinthion Transliteration C: simikinthion Beta Code: shmiki/nqion

English (LSJ)

(written σιμικίνθιον), τό, Lat.

   A semicinctium, apron or kerchief, Act.Ap.19.12.

German (Pape)

[Seite 875] τό, das lat. semicinctum, Schürze, Handtuch, Schnupftuch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σημικίνθιον: ἢ σιμικίνθιον, τό, Λατ. semicinctium, «ποδιὰ» ἢ «μανδῆλι», Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de tablier ou de fichu.
Étym. lat. semicinctium.

Greek Monolingual

και σιμικίνθιον, τὸ, Α
η ποδιά, η μπροστέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi- (πρβλ. ημι-) + cinctus «ζώνη»].

Greek Monotonic

σημικίνθιον: ή σιμικίνθιον, τό, το Λατ. semicinctium, ποδιά ή πετσέτα κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σημικίνθιον: τό NT v. l. = σιμικίνθιον.