ἀπάτωρ

From LSJ
Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάτωρ Medium diacritics: ἀπάτωρ Low diacritics: απάτωρ Capitals: ΑΠΑΤΩΡ
Transliteration A: apátōr Transliteration B: apatōr Transliteration C: apator Beta Code: a)pa/twr

English (LSJ)

[πᾰ], ορος, ὁ, ἡ, (πατήρ)

   A without father, of deities, αὐτοπάτωρ, ἀ. Orph.H.10.10; ἀ. . . ἀμήτωρ Nonn.D.41.53, cf. Ep.Hebr. 7.3; fatherless, orphan, ἀοίκους ἀπάτοράς τε S.Tr.300; ἀμήτωρ ἀ. τε E. Ion109 (lyr.); ἀ. πότμος Id.IT864 (lyr.), cf. Vett.Val.103.35: neut. pl., ἀπάτορα τέκεα E.HF114 (lyr.); disowned by the father, Pl.Lg. 929a: also c. gen., ἀ. ἐμοῦ not having me for a father, S.OC1383.    2 of unknown father, like σκότιος, Plu.2.288e, PGrenf.2.56.3 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 282] ορος, 1) vaterlos, ἀπάτωρ ἐμοῦ, nicht mich zum Vater habend, von mir verstoßen, Soph. O. C. 1383; vom Verbannten, ἀπάτωρ, ἄοικος, Tr. 299; ἀπάτωρ γεγώς Eur. Ion. 109, verwais't; ἀπάτορα τέκνα Herc. fur. 114; dessen Vater man nicht kennt, unächt; Plut. Quaest. Rom. 103 übersetzt so das römische spurius. – 2) nach des Vaters Tode geboren. – 3) nicht väterlich?

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (πατὴρ) ὁ ἄνευ πατρός, ἐπὶ θεοτήτων, ἀυτοπάτωρ, ἀπάτωρ Ὀρφ. Ὕμν. 9.10· ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, Νόνν. Δ. 41. 53, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 3: ὀρφανὸς πατρός, ἀοίκους ἀπάτοράς τε Σοφ. Τρ. 300· ἀμήτωρ ἀπάτωρ τε Εὐρ. Ἴων. 110· ἀπάτωρ πότμος ὁ αὐτ. Ι. Τ. 864: ὡσαύτως κατ’ οὐδ. πληθ., ἀπάτορα τέκεα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 114: μὴ ἀναγνωριζόμενος ὑπὸ τοῦ πατρός, ἀποβεβλημένος, ἀποκεκηρυγμένος, Πλάτ. Νόμ. 928Ε: ― ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀπάτωρ ἑμοῦ, μὴ ἔχων ἐμὲ ὡς πατέρα, Σοφ. Ο. Κ. 1383. 2) ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρός, ὡς τὸ σκότιος, Λατ. spurius, Πλούτ. 2.288D.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
I. sans père;
1 qui n’a plus de père ; ἀπάτωρ ἐμοῦ SOPH toi qui ne m’as plus pour père, renié par moi ton père;
2 né d’un père inconnu;
II. non paternel, indigne d’un père (traitement, dureté, etc.).
Étymologie: ἀ, πάτηρ.

Spanish (DGE)

-ορ, gen. -ορος

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1no engendrado por padre, que no tiene padrede la naturaleza αὐτοπάτωρ καὶ ἀ. Orph.H.10.10, ἀ. καὶ ἀμήτωρ Nonn.D.41.53, de Hefesto, Poll.3.26, cf. AP 15.26, de Pan, Sch.Theoc.1.3/4d, de Horus PMag.5.282, por un juego dialéctico ὁ Σωφρονίσκος ἕτερος ὢν πατρὸς οὐ πατήρ ἐστιν, ὥστε σύ, ὦ Σώκρατες, ἀ. εἶ Pl.Euthd.298b
crist. de la primera pers. de la Trinidad οὐκ ἀπάτορα τρία ... ἀλλὰ τὸν μὲν Πατέρα καὶ ἀ. Ath.Al.M.28.1145B, de Cristo ὁ Χριστὸς ἦν ἀ. γεννήσει τῆς ἀνθρωπείας φύσεως Thdr.Mops.Heb.7.3. (p.207.17), de Melquisedec Ep.Hebr.7.3, Synes.Ep.3.
2 sin padre, huérfano ἀοίκους ἀπάτοράς τε S.Tr.300, τέκεα E.HF 114, cf. Io 109, Vett.Val.103.35.
3 de padre desconocido Plu.2.288f, PGrenf.2.56.3, PTeb.397.1.1, BGU 2018.10 (todos II d.C.), BGU 326.XII.4, 2131.34 (III d.C.), PN.York 12.19 (IV d.C.).
II no reconocido como hijo, renegado por su padre, desheredado c. gen. ἀπάτωρ ἐμοῦ S.OC 1383
abs. subst., Pl.Lg.928d.
III impropio de un padre ἀ. πότμος E.IT 864.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and πατήρ; fatherless, i.e. of unrecorded paternity: without father.

English (Thayer)

ἀπατορος, ὁ, ἡ (πατήρ), a word which has almost the same variety of senses as ἀμήτωρ, which see; (from Sophocles down); (without father i. e.) whose father is not recorded in the genealogies: Hebrews 7:3.

Greek Monolingual

ἀπάτωρ (-ορος), ο (AM) πατήρ
1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα
2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος
«αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος)
3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» — χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς μητέρα στον ουρανό
4. ο νόθος, ο «αγνώστου πατρός»
αρχ.
εκείνος που έχει αποκηρυχθεί από τον πατέρα του, αυτός τον οποίο ο πατέρας δεν θεωρεί πλέον παιδί του.

Greek Monotonic

ἀπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (πᾰτήρ), αυτός που δεν έχει πατέρα, ορφανός από πατέρα, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., ἀπάτωρ ἐμοῦ, χωρίς να έχεις εμένα για πατέρα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάτωρ: ορος adj.
1) лишившийся отца (ἀμήτωρ ἀ. τε Eur.);
2) отвергнутый отцом Plat.: ἀ. ἐμοῦ Soph. (ты) мне больше не сын;
3) не отцовский, недостойный отца: ἀπάτορα πότμον λαχεῖν Eur. стать жертвой или погибнуть от руки бесчеловечного отца;
4) (лат. spurius) происходящий от неизвестного отца Plut.