ἀψόρροος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον, contr.ἀψίνθ-ρρους, ουν, (ἄψ, ῥέω)
A back-flowing, refluent, Homeric epith. of Ocean, regarded as a stream encircling the earth and flowing back into itself, Il.18.399, Od.20.65.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui reflue sur soi-même (l’Océan).
Étymologie: ἄψ, ῥέω.
English (Autenrieth)
(ὄρνῦμι): returning, back again, back; with verbs of motion, ἄψορροι ἐκίομεν, Il. 21.456; mostly neut. sing. as adv., ἄψορρον βῆναι, καταβῆναι, προσέφην, Od. 9.501.
(ῥέω): back-flowing; of the stream of Oceanus that returns into itself, Il. 18.399†.
Spanish (DGE)
-ον
que refluye, refluyente θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο Il.18.399, cf. Od.20.65, Hes.Th.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. ἀψίρροος.
Greek Monotonic
ἀψόρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν (ἄψ, ῥέω), αυτός που ρέει προς τα πίσω, αυτός που ρέει πάλι προς τα πίσω, λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως ποτάμι που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα πίσω στις εκβολές του, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψόρροος: стяж. ἀψόρρους 2 текущий вспять, т. е. обтекающий кругом (эпитет Океана) Hom.